χαλυβοβιομηχανία

χαλυβοβιομηχανία
η
η βιομηχανία του χάλυβα: Εργάζεται σε μια χαλυβοβιομηχανία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλυβοβιομηχανία — η, Ν χαλυβουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + βιομηχανία] …   Dictionary of Greek

  • χαλυβουργία — η χαλυβοβιομηχανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”